συνορισιά

συνορισιά
η, Ν
βλ. συνερισιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνερισιά — και συνορισιά, η, Ν [συνερίζομαι] ξεσυνερισιά, διάθεση για αντιδικία με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • συνερισιά — συνερισιά, η και συνορισιά, η και συνέριο, το το να συνερίζεται κάποιος έναν άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”